- στιβεία
- και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α1. πάτημα2. βάδισμα, περπάτημα3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδόςστιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.)4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑνοἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι καθεύδουσαν», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στιβεύω. Ο τ. στειβία, κατά τον φωνηεντισμό τού στείβω*].
Dictionary of Greek. 2013.